Περνώντας μέσα από το χωριό και προσπαθώντας να κατατοπιστούμε αρχίσαμε να βλέπουμε πολύ γρήγορα τα σημάδια της καταστροφής. Σπίτια γκρεμισμένα, σωροί οικοδομικών υλικών πια. Άλλα με μικρότερες καταστροφές βλέποντάς τα απ’ έξω αλλά κλειδωμένα και ακατοίκητα. Στους άσπρους τοίχους είχαν μείνει ακόμη και σήμερα, μήνες μετά, αποτυπώματα της λάσπης που έφτασε τα 2, τα 3 μέτρα και ανά σημεία ως και τα 4 μέτρα.
Την ίδια στιγμή, μία πολύ παράξενη σιγή. Πριν βρούμε τον Παπα-Θανάση είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μία στάση σε κάποιο καφενείο ή κάποια καφετέρια του χωριού, να μας μιλήσουν οι κάτοικοι για το τι συμβαίνει σήμερα στη Φαρκαδόνα, τώρα που τα φώτα της δημοσιότητας έχουν φύγει από εκεί. Μάταιο.
Για τη Φαρκαδόνα η καταστροφή του Σεπτεμβρίου δεν ήταν κάτι κακό, που έγινε αλλά πέρασε. Τα πάντα εδώ χωρίζονται στη ζωή πριν και μετά την κακοκαιρία Daniel. Πολλοί έχουν φύγει, όσοι έχουν μείνει δεν έχουν όρεξη να πάνε ούτε για έναν καφέ. Στις καφετέριες του χωριού, ώρα αιχμής, μεσημέρι πριν το τριήμερο της 25ης Μαρτίου υπήρχαν μόνο 2-3 παρέες μαθητών.
Λίγο μετά θα καλούσα στο τηλέφωνο τον παπα-Θανάση. Μας τον είχε συστήσει ο Κώστας Σαμαράς, τον οποίο είχαμε επισκεφτεί την προηγούμενη ημέρα. Φαινόταν όμως να είναι γνωστός σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ακούστηκε μία γαλήνια φωνή. Λίγα χρόνια στη δημοσιογραφία μάλλον αρκούν για να καταλάβεις από τον τόνο της φωνής κάποιου, αν αυτός προτίθεται να σε βοηθήσει.
Στη διαδρομή από το μέρος που πάρκαραμε μέχρι την Εκκλησία στην οποία μας κάλεσε, άρχισα να σκέφτομαι τα τυπικά αυτής της κοινωνικής σχέσης. Τι θα κάνω αν μας τείνει το χέρι να το φιλήσουμε; Ομολογώ, μη όντας άνθρωπος που συχνάζει σε Εκκλησίες, ότι η εμπειρία μου με τέτοιες επικοινωνιακές περιστάσεις είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Όλες αυτές οι ανησυχίες εξαφανίστηκαν μόλις τον συναντήσαμε. Ήταν ένας απλός, κανονικός άνθρωπος.
Ο παπά-Θανάσης, πατήρ Αθανάσιος επί το επισημότερον, μας υποδέχτηκε στο γραφείο του δίπλα από την είσοδο του ναού. Ο ίδιος έζησε από πολύ κοντά την απόλυτη καταστροφή της περιοχής. Τώρα ζει καθημερινά και τη νέα συνθήκη που διαμορφώθηκε μετά από εκείνες τις ημέρες.
Οι ώρες μέσα στην θεομηνία
«Παιδιά ήρθατε σε ένα χωριό που οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Ζήσαμε ακραίες καταστάσεις με την κακοκαιρία. Οι ζημιές ήταν τεράστιες και είναι πολύ δύσκολο να επανέλθουν τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση», μας λέει όταν του εξηγούμε τον λόγο της επίσκεψής μας. «Άνθρωποι που έχασαν τα σπίτια τους είτε έχουν αναγκαστεί να νοικιάσουν στο πάνω μέρος του χωριού, άλλοι ζουν πια στα Τρίκαλα, στη Λάρισα ή στα διπλανά χωριά, ενώ αρκετοί έχουν φύγει και για το εξωτερικό».
«Μερικοί άνθρωποι που έχουν κάποια λεφτά, φτιάχνουν ένα ή δύο δωμάτια, μένουν σε αυτά προχείρως. Για παράδειγμα, ένα σπίτι 100 τετραγωνικών που είναι εδώ πιο κάτω, το έκλεισαν με γυψοσανίδα και μένουν μόνο σε μία κουζίνα και έναν χώρο που τον έχουν για να κοιμούνται. Όλο το άλλο σπίτι είναι εντελώς γυμνό και ακατοίκητο». Η κατάσταση είναι ακόμη απελπιστική σε όλη την περιοχή.
Όπως μας λέει ο παπα-Θανάσης, δεκάδες άνθρωποι ζουν ακόμα σε σκηνές, στο Κουτσόχερο Λάρισας, σε μία δομή που είχε αρχικά φτιαχτεί ως κέντρο υποδοχής μεταναστών. «Έφεραν κάποια κοντέινερς αλλά ο δήμος δεν έχει χρηματοδότηση, για να κάνει τις υποδομές συνδέσεις με τα λύματα, τη ΔΕΗ κτλ. Επομένως, δεν έχει μπει κανείς». Εκτός βέβαια από το θέμα της κατοικίας, χάθηκαν ολόκληρες περιουσίες ανθρώπων, πολλοί εκ των οποίων δεν δικαιούνται καν αποζημιώσεις.
«Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτεσαι τίποτα»
Η συζήτηση πήγε και σε εκείνες τις πιο δύσκολες ημέρες της κακοκαιρίας: «Το νερό κάλυψε το μισό χωριό και έφτασε μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Εκεί, δίπλα σε ένα φαρμακείο, στήσαμε το επιχειρησιακό μας κέντρο με τις βάρκες, για να βγάλουμε τους ανθρώπους. Όλα τα σπίτια από τον δρόμο αυτόν και προς τα κάτω καταστράφηκαν. Το νερό έφτασε τα 3 και τα 4 μέτρα».
«Ευτυχώς δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές. Δράσαμε γρήγορα με μηχανήματα και με βάρκες». Τον ρωτάμε αν είναι συχνό φαινόμενο οι πλημμύρες στην περιοχή, αν μπορούσαν να έχουν προετοιμαστεί. «Δεν το περιμέναμε ποτέ να συμβεί κάτι τόσο έντονο. Κάθε χρόνο πλημμυρίζει η αγροτική περιοχή, κάτω στα χωράφια που είναι κοντά στον Πηνειό. Καθόταν το νερό 20 ημέρες και μετά αποτραβιόταν. Μέχρι εκεί. Τώρα όμως ήταν κάτι που δεν το είχαμε ξαναδεί».
Όπως μας είπαν πολλοί άνθρωποι της περιοχής, ο παπα-Θανάσης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο εκείνες τις ημέρες. Οι φωτογραφίες του με τα ράσα και τις γαλότσες είχαν κάνει τον γύρο του διαδικτύου. «Από την πρώτη στιγμή που καταλάβαμε ότι το πράγμα θα γίνει πολύ δύσκολο, φέραμε έναν τεράστιο φορτωτή και, μαζί με τον χειριστή, μπήκαμε και βγάλαμε γύρω στα 50 άτομα».
«Γνώριζα ποιοι υπέφεραν, ποια σπίτια είχαν άρρωστους και κατάκοιτους. Έτσι, βάλαμε προτεραιότητες σε αυτούς και ιδίως σε όσους ζούσαν σε ισόγεια. Το ένα πρόβλημα έφερνε το άλλο. Μείναμε χωρίς ρεύμα, μετά μείναμε χωρίς μπαταρία στα κινητά, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, οι βάρκες ήθελαν βενζίνη, που είχε αδειάσει από παντού, καθώς όλοι είχαν γεμίσει τα αυτοκίνητά τους. Όλα αυτά τα εμπόδια έπρεπε να λύνονται και μάλιστα άμεσα».
Τον ρωτήσαμε, μάλλον αφελώς, πώς μπορεί να είναι το συναίσθημα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε τέτοια συνθήκη. «Εκείνες τις στιγμές τίποτα δεν έχει σημασία. Δεν σκέφτεσαι τίποτα. Η αδρεναλίνη έχει φτάσει στο κόκκινο. Κοιτάς μόνο τι θα προσφέρεις, πώς θα σώσεις την κατάσταση».
«Στο τέλος σκεφτείτε ότι βγάλαμε 350 ανθρώπους αλλά τι να κάνεις; Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος για τον άνθρωπο. Αφού πέρασε όλο αυτό, μετά τις 2-3 μέρες, άρχισε να έρχεται βοήθεια από παντού. Εμείς εκεί ξεκινήσαμε άλλο έργο. Ξεφορτώναμε συνεχώς, ανοίγαμε αίθουσες, κάναμε διανομές τροφίμων».
Μία ανοιχτή πληγή για την Φαρκαδόνα
Μετά τον διάλογο και την αφήγηση εκείνων των ημερών βγήκαμε έξω, στο χωριό. Όποιος πέρναγε τον χαιρετούσε. Του εξηγήσαμε ότι για εμάς τους Αθηναίους η εικόνα για το τι συμβαίνει στην περιοχή είναι τελείως διαφορετική. Κάπως έχουμε ξεχάσει όσα συνέβησαν. Το βρήκε απόλυτα λογικό. «Αν δεν το έχεις ζήσει, αν δεν το ζεις καθημερινά και δεν έχεις τις εικόνες, είναι λογικό να το ξεχνάς».
Παρότι νομίζουμε, λοιπόν, ότι με κάποιον τρόπο η κατάσταση έχει επανέλθει σε μία κανονικότητα, η πραγματικότητα ειναι διαφορετική. «Η καταστροφή αυτή ήταν και είναι ακόμα μία ανοιχτή πληγή για τη Φαρκαδόνα. Υπάρχουν άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία που πάλεψαν σε όλη τους τη ζωή να φτιάξουν ένα σπίτι 50 χρόνια και ξαφνικά καταρρέουν όλα. Αυτό δεν αντέχεται. Πολλοί που ζούσαν εδώ, δεν θα ξαναέρθουν ποτέ. Δεν έχουν ούτε το κουράγιο να προσπαθήσουν».
Του επισημάναμε και αυτό που παρατηρήσαμε, ότι δηλαδή επικρατούσε στο χωριό μία περίεργη ησυχία. «Η ζωή στο χωριό είναι πλέον τελείως διαφορετική. Δεν υπάρχει πια κυκλοφορία. Πολλοί, όπως είπα, έχουν φύγει αλλά και όσοι έχουν μείνει είναι σαν να μην έχουν καμία διάθεση ψυχική. Να βγουν να πιουν έναν καφέ με ποια διάθεση;».
Του αναφέραμε και τα πολλά παράπονα που ακούσαμε για το ζήτημα των αποζημιώσεων και των διαφόρων καθυστερήσεων. «Το πρόβλημα δεν λύνεται. Οι ρυθμοί είναι πολύ αργοί ως προς τις αποζημιώσεις, τα σχολεία δεν λειτουργούν ακόμη, εκτός από το Λύκειο. Τα δύο δημοτικά πήγαν σε άλλη περιοχή, όπως και το Νηπιαγωγείο. Οι γονείς και τα παιδιά ταλαιπωρούνται πάρα πολύ».
Μέρος του ρόλου του πια είναι και να βοηθάει ψυχολογικά τους ανθρώπους που χρειάζονται στήριξη. Μέσα και έξω από την Εκκλησία. «Συνεχώς έρχονται στην Εκκλησία και σήμερα άνθρωποι που χρειάζονται υποστήριξη. Όσο μπορούμε είμαστε κοντά τους. Το έργο μου είναι θεωρητικά εδώ, στην Εκκλησία. Πάντοτε όμως ξέφευγε από εδώ. Πάντα ήθελα να είμαι πλάι στους ανθρώπους».
Αφού φτάσαμε στο Ενοριακό Παντοπωλείο, αποχαιρετιστήκαμε. Φεύγοντας από την περιοχή και κινούμενοι πια για τη Λάρισα μάς έπιασε μία πολύ δυνατή βροχή. Στο μυαλό μου εκείνη την ώρα ήρθαν τα λόγια του παπα-Θανάση, πως κάθε φορά που πιάνει μία ποιο δυνατή βροχή οι κάτοικοι ανησυχούν. Οι κοινωνίες φέρουν πάνω τους το τραύμα από τόσο μεγάλες καταστροφές και το αποτύπωμα της κακοκαιρίας Daniel στη Φαρκαδόνα θα μείνει εκεί για πολλά χρόνια.