«Τα εδάφη της Θεσσαλίας μετά την κακοκαιρία Daniel. Πρώτες εκτιμήσεις. Αρχικά, το Εργαστήριο Εδαφολογίας και Γεωργικής Χημείας (ΕΕ&ΓΧ) του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών εκφράζει την αμέριστη συμπαράστασή του στους κατοίκους των περιοχών του θεσσαλικού κάμπου που δοκιμάζονται καθώς είδαν τις περιουσίες τους, την παραγωγή τους και τις υποδομές των γεωργικών εκμεταλλεύσεων τους να καταστρέφονται για πολλοστή φορά εξαιτίας πλημμυρικών φαινομένων.
Η κατάκλιση των εδαφών στις πληγείσες εκτάσεις επηρεάζει την υγεία των εδαφικών οικοσυστημάτων. Συγκεκριμένα, η παραμονή του νερού στο εδαφικό σύστημα και η προσθήκη ιζήματος αλλάζει τις φυσικές ιδιότητες των εδαφών, με ενδεχόμενη υποβάθμιση της δομής και δυνητικό σχηματισμό επιφανειακής εδαφικής κρούστας.
Εντούτοις, μελλοντικά η προσθήκη ιζήματος αναμένεται να επιδράσει κατά κύριο λόγο θετικά στα επίπεδα γονιμότητας των εδαφών. Όσον αφορά στη δυνατότητα προετοιμασίας των εδαφών για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, αυτή σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα αποστράγγισης και απορροής του λιμνάζοντος νερού και θα διαφοροποιηθεί ανάλογα με την ποσότητα του ιζήματος που δέχθηκε η κάθε περιοχή και την κοκκομετρία τόσο του ιζήματος όσο και των υποκείμενων εδαφών.
Σε γενικές γραμμές, όσο πιο βαριά και συμπιεσμένα είναι τα εδάφη, όπως γνωρίζουν οι αγρότες που τα διαχειρίζονται, θα καθυστερήσουν περισσότερο να στραγγίσουν σε σχέση με εδάφη ελαφρότερης κοκκομετρικής σύστασης και μικρότερου βαθμού συμπίεσης. Προβληματισμό μπορεί να προκαλέσει και η κατά τόπους ρύπανση των εδαφών από πετρελαιοειδή, χημικές ουσίες, βαρέα μέταλλα αλλά και από τα λύματα των βόθρων και των αποχετευτικών δικτύων, που ενδέχεται να οδηγήσει σε χωρικά εντοπισμένη υποβάθμιση αυτών των εδαφών. Τέλος, η επικράτηση αναερόβιων συνθηκών στα εδάφη λόγω της παρατεταμένης κατάκλυσης, αναμένεται να αυξήσει τις εκπομπές ορισμένων αερίων του θερμοκηπίου και κυρίως οξειδίων του αζώτου.», αναφέρει σε σχετική ανάρτηση του ο Καθηγητής και Διευθυντής Εργαστηρίου Εδαφολογίας του ΓΠΑ, Ιωάννης Μάσσας.