Τα τελευταία χρόνια, η γεωργία στην Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή πρόκληση και αυτή δεν είναι άλλη από την εκτεταμένη έλλειψη εργατικού δυναμικού, ειδικά στην εποχική εργασία. Μόνο για το 2025, το κράτος ενέκρινε τη μετάκληση περισσότερων από 80.000 πολιτών τρίτων χωρών για εξαρτημένη και εποχική εργασία, καθώς και για ειδικές θέσεις υψηλής εξειδίκευσης. Από αυτές, περίπου 50.000 θέσεις εργασίας αφορούν τον αγροτικό τομέα.
Παρά τις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, καθολικές λύσεις δεν έχουν δοθεί και τα προβλήματα επιμένουν και διογκώνονται. Υπολογίζεται ότι οι 50.000 αυτές θέσεις καλύπτουν λιγότερο από το ένα τέταρτο των πραγματικών αναγκών της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις στη συγκομιδή ή ακόμη και εγκατάλειψη τμήματος της παραγωγής, ιδιαίτερα όταν τα χρονικά περιθώρια είναι στενά.
Οι συνέπειες ξεπερνούν τα «σύνορα» του αγρού... Η αδυναμία έγκαιρης συλλογής ή και επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων μεταφέρεται σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα: ακυρώνονται παραγγελίες, ενεργοποιούνται ρήτρες σε συμβόλαια που δεν τηρούνται, αυξάνεται το κόστος και στο τέλος ανεβαίνουν οι τιμές για τον τελικό καταναλωτή. Επιχειρήσεις διαλογής και τυποποίησης υπολειτουργούν λόγω «σπασμένης» ροής πρώτης ύλης, ενώ οι εξαγωγές πλήττονται από ασυνέπεια στις παραδόσεις. Σε αρκετές περιοχές, το πρόβλημα οδηγεί ακόμη και σε εγκατάλειψη καλλιεργειών υψηλής έντασης εργασίας, όπως είναι τα κηπευτικά, οι φράουλες, κ.λπ. με άμεσο αντίκτυπο στο τοπικό εισόδημα και στις θέσεις εργασίας που εξαρτώνται από τη γεωργική δραστηριότητα.
Οι ρίζες του προβλήματος είναι βαθιές και πολύπλοκες. Η δημογραφική γήρανση της υπαίθρου και η εσωτερική μετανάστευση προς τον τουρισμό και τις υπηρεσίες συρρικνώνουν τη διαθέσιμη προσφορά. Δεν είναι λίγοι οι Έλληνες που μετανάστευσαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και το ίδιο παρατηρείται με τους αλλοδαπούς εργάτες τα τελευταία χρόνια. Πολλοί Έλληνες αποφεύγουν τις αγροτικές εργασίες λόγω της χειρωνακτικής φύσης και της εποχικότητάς τους, επιλέγοντας άλλους κλάδους ή παραμένοντας εκτός αγοράς εργασίας.
Την ίδια ώρα, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι κατευθύνονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι απολαβές, οι συνθήκες στέγασης και κυρίως η ταχύτητα στις διαδικασίες νόμιμης απασχόλησης είναι ευνοϊκότερες. Η γραφειοκρατία λειτουργεί αποτρεπτικά για όλους: αργές θεωρήσεις και άδειες, ασάφεια ως προς την ασφάλιση, υψηλό κόστος μετακίνησης και έλλειψη αξιοπρεπούς στέγης σε αγροτικές περιοχές. Αν συνυπολογίσει κανείς σε όλα τα παραπάνω τις καιρικές συνθήκες οι οποίες επιβάλλουν στενά χρονοδιαγράμματα συγκομιδής, κάθε καθυστέρηση μεταφράζεται σε απώλεια παραγωγής.
Η λύση της μετάκλησης πολιτών τρίτων χωρών είναι αναγκαία, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζονται ψηφιοποιημένες, διαφανείς και σαφείς διαδικασίες, ενώ θα πρέπει να δοθεί δυνατότητα πολυετών αδειών παραμονής λόγω εποχικής επαναπρόσληψης ώστε να μην ξεκινά κάθε χρονιά από το μηδέν η όλη διαδικασία.
Παράλληλα, πρέπει να δοθούν κίνητρα που κάνουν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό εργασίας: οργανωμένα προγράμματα στέγασης κοντά στα κτήματα με συγκεκριμένα πρότυπα υγιεινής και ασφάλειας, σαφείς κανόνες αμοιβής και ασφάλισης και πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας ενώ φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα σε συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία συλλογικών και οργανωμένων συνεργείων.
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η μηχανοποίηση όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτή είναι απαραίτητη: πλατφόρμες συγκομιδής, οδηγοί γραμμής, αυτοματισμοί μειώνουν ως ένα βαθμό τη ζήτηση για ανθρώπινη εργασία, χωρίς ωστόσο να αντικαθιστούν τον άνθρωπο, αλλά να λειτουργούν ως πολλαπλασιαστής παραγωγικότητας. Παγκοσμίως, οι παραγωγοί που επενδύουν στην οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού της εκμετάλλευσής τους (στέγαση, μετακίνηση, εκπαίδευση, σταθερά συνεργεία) εξασφαλίζουν τη συνέχεια της παραγωγής και τελικά την αξιοπιστία τους στις αγορές.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αφήσει το αγροτικό της μέλλον να κριθεί από την τύχη εύρεσης εργατικών «χεριών» της τελευταίας στιγμής. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να μετράμε χαμένες σοδειές, χαμένη αξία και μια ύπαιθρο που αδειάζει… Ένα κόστος που τελικά το πληρώνει ολόκληρη η κοινωνία και η οικονομία.