Μέρες που είναι είπαμε να αναζητήσουμε αποκριάτικα έθιμα από διάφορες γωνιές της Ελλάδας. Ψάχνοντας, λοιπόν, το ενδιαφέρον μας κέντρισαν τα ξεχωριστά και σε πολλούς άγνωστα έθιμα της Άρτας. Ήταν σαν να διαβάζαμε για μια εντελώς άλλη πόλη, γεμάτη ζωή, δράση, πρωτοτυπία και φαντασία.

Κάποτε, ολόκληρη η πόλη ετοιμαζόταν για τις Απόκριες από καιρό πριν. Οι γειτονιές και οι παρέες οργάνωναν τον Πανάρατο, τις Επτά Δυνάμεις, τους γιατρούδεςτους μπαντίδους, τα κομιτάτα, το γαϊτανάκι, την γκαμήλα, τους βλαμάδες, τον ξυλοπόδαρο, την αρκούδα, τη μαϊμού και άλλα ακόμη, εμπνευσμένα από την εποχή και τους ανθρώπους της.

Μόλις άρχιζε το τριώδιο, όλη η Άρτα σηκωνόταν στο πόδι. Το κρασί, το ούζο και το τσίπουρο κυλούσαν άφθονα. Και παντού μασκαρεμένοι. Τα σπίτια είναι ανοιχτά για να καλοδέχονται τους μασκαράδες, και οι νοικοκυρές τους κερνάνε πίτες και κρασί. Τους περιμένουν να περάσουν από τα σπίτια τους γιατί αλλιώς το θεωρούν κακοτυχία.

 

 

 

Οι γιατρούδες

Λέγεται ότι κάποτε στην Άρτα του 1405, 0 Δεσπότης Κάρολος Α΄ ο Τόκκος νοστάλγησε τα έθιμα των Απόκρεω της πατρίδας του, δηλαδή το Βενετσιάνικο καρναβάλι. Και έτσι παραμονές της αποκριάς στο αρχοντικό του το ζωντάνεψε. Μέχρι τα χαράματα κράτησε ο χορός και το γλέντι. Οι Αρτινοί προσκεκλημένοι που παραβρέθηκαν εκεί, για μέρες μολόγαγαν για το ξεφάντωμα, για τους μασκαρεμένους, για τους γιατρούς  και για το γλέντι πού γινε.

Ζήτησαν, λοιπόν, από τον Κάρολο Τόκκο να τους δοθεί η άδεια να ντύνονται γιατρούδες  και να φοράνε προσωπίδα κατά τις ημέρες των Απόκρεω. Ο γιατρός ήταν  μια φιγούρα της βενετσιάνικης  Commedia del Arte. Μετά τις δύο επιδημίες πανώλης που έπληξαν την πόλη, οι γιατροί συνήθιζαν να φοράνε μάσκες για να μην κολλήσουν. Έτσι μπήκε στο Καρναβάλι ο dotore di morto, ο  γιατρός του θανάτου. Τα επόμενα χρόνια γινόταν πανζουρλισμός  από παρέες Αρτινών και Ιταλών που γύριζαν στην αγορά και στις γειτονιές, στα καπηλειά και στις ταβέρνες  ντυμένοι  γιατρούδες.

Όταν αργότερα η Άρτα έπεσε στα χέρια των Τούρκων, το 1449,  ο αντιπρόσωπος του σουλτάνου στη Θεσσαλονίκη παραχώρησε στους Αρτινούς μετά από αίτημά τους  το προνόμιο να μασκαρεύονται στις Απόκριες. Το έθιμο αυτό επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας.

Οι μπάντιδες

Βασικό ρόλο στο τρελό ξεφάντωμα κατέχουν οι ομάδες των Μπαντίδων οι λεγόμενοι Μπαντίδοι ή Μπαντίδος. Οι μπαντίδοι ήταν οι μάγκες της εποχής. Παλιότερα φορούσαν φουστανέλες και στο μεσοπόλεμο παπούτσια με ψηλό τακούνι, παντελόνι χωρίς ζώνη, ζωσμένοι με ένα μαντήλι που το έδεναν και άφηναν τα κρόσσια να κρέμονται από τη δεξιά μεριά του παντελονιού. Φορούσαν πουκάμισο χωρίς γραβάτα, γιλέκο  και σακάκι ριγμένο στον ώμο. Στη ζώνη είχαν κρυμμένο ένα μαχαίρι,  που φαινόταν μόνο η λαβή του. Οι μπαντίδοι  δεν άφηναν κανέναν σε χλωρό κλαρί και ιδιαίτερα τους πλούσιους, τους οποίους ή περιπαίζανε ή τους κλέβανε διάφορα.

Το έθιμο αυτό αναβίωσε έπειτα από πολλά χρόνια ο Μ/Φ Σύλλογος Άρτης «Σκουφάς» με σκοπό να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

 

 

 

Τα γαϊτανάκια και η Γκαμήλα

Συγχρόνως αρχίζουν οι προετοιμασίες για τα παραδοσιακά αποκριάτικα δρώμενα, με κυρίαρχα τα Γαϊτανάκια. Ομάδες ετοιμάζουν τις φορεσιές τους, τις προσωπίδες που θα φοράνε για να μην γνωρίζονται, (κατασκευάζονται με ιδιαίτερη διαδικασία) καθώς και τα στολίδια που θα έχουν πάνω τους. Θα μοιραστούν οι ρόλοι (ποιοι θα είναι γενίτσαροι και ποιοι νύφες, ποιος θα κρατάει το κοντάρι. Θα βάλουν καινούργιες κορδέλες στο γαϊτανάκι( δώδεκα στον αριθμό όσοι και οι μήνες του χρόνου) και θα κάνουν τις απαραίτητες πρόβες με την ορχήστρα που θα τους συνοδεύει.

Το Αρτινό Γαϊτανάκι έβγαινε το Σάββατο της Αποκριάς και το Σάββατο της Τυρινής, ενώ έρχονταν και το αντάμωναν και άλλα γαϊτανάκια από τα γύρω χωριά (Πέτα, Χαλκιάδες, Κομπότι, Γραμμενίτσα, Κωστακιοί) με ζυγιές και με βιολιά. Το Αρτινό έβγαινε και την Κυριακή το πρωί στην αγορά και στις γειτονιές.

Μπροστά-μπροστά πήγαινε η Γκαμήλα – ένα σκελετωμένο κεφάλι αλόγου κρεμασμένο και δεμένο σ’ έναν πάσαλο, με μια τάβλα δυό μέτρα μήκος στηριγμένη στην πλάτη δύο ανδρών, σκεπασμένη με μια κουβέρτα και στην άκρη της μια αλογίσια ή μια μοσχαρίσια ουρά. Ο ένας που ήταν μπροστά κράταγε τον πάσαλο και αυτός που ήταν πίσω κλωτσούσε τα παιδιά που τον τσιμπούσαν ή τον έσπρωχναν. Ο Γκαμηλιέρης, γανωμένος και με προβιά στο κεφάλι χτυπούσε το ντέφι και η γκαμήλα χοροπηδούσε.

Άντρες ντυμένοι γενίτσαροι (φουστανέλα κάτασπρη, φέσι μαύρο από ατλάζι, γιλέκο από ακριβή τσόχα, κεντημένο, τσαρούχια από κόκκινο ταλατίνι με μαύρη φούντα, φορώντας προσωπίδες ) και νύφες (με καλά ρούχα και ένας από αυτούς ντυμένος νύφη) και ένα παιδί που κρατούσε ένα ξύλο ψηλό, βαμμένο μπλε και άσπρο, στα χρώματα της Ελληνικής Σημαίας, που πάνω του ήταν γραμμένο το όνομα του χωριού, ενώ από την κορυφή του κρέμονταν φανταχτερές χρωματιστές κορδέλες, δώδεκα στον αριθμό, όσοι και οι μήνες του χρόνου, που τις κρατούσαν εναλλάξ ένας γενίτσαρος και μια νύφη έβγαιναν στους δρόμους.

Χορεύοντας έπλεκαν τις κορδέλες και τις ξέπλεκαν. Το πλέξιμο γινόταν με διάφορα τραγούδια σε αργό ρυθμό , ενώ στο ξέπλεγμα με γρήγορα και εύθυμα όπως «και στα σκαλώματά σου- κόκοτε Μαριγώ».

 

 

Αναβίωση των εθίμων

Σήμερα, ο Μ/Φ Σύλλογος Άρτης «Σκουφάς», από τους πρώτους και καλύτερους σε όλο αυτό το ξεφάντωμα, συνεχίζει να πρωτοστατεί στη δημιουργική αναβίωση των αποκριάτικων εθίμων της παλιάς Άρτας. Από το 1978 ξαναέβγαλε το Γαϊτανάκι στους δρόμους της πόλης μας και από τότε πιστός στο ραντεβού του κάθε χρόνο το Σάββατο της Τυρινής τυλίγει και ξετυλίγει τις κορδέλες του, αναβιώνοντας πιστά το έθιμο. Την Πέμπτη και την Παρασκευή πριν το Σάββατο της Τυρινής, αναβιώνει το έθιμο των μπαντίδων στους δρόμους της πόλης, τραγουδώντας τα δίστιχα, παλιά και καινούργια.

Στην αναβίωση του πιο πάνω εθίμου συμμετέχουν ελεύθερα οι Αρτινοί πολίτες και οι επισκέπτες της πόλης.